Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία έφερε με ένταση στο προσκήνιο το θέμα της
ψηφιακής διάστασης της εκπαίδευσης. Η εκπαιδευτική κοινότητα, σχεδόν στο σύνολό
της, ανταποκρίθηκε με εκπληκτική προθυμία, εξαντλώντας τα όρια του συστήματος και τις
διαθέσιμες υποδομές και υπερβαίνοντας τα προβλήματα με επινοητικότητα και καινοτομία,
αλλά και το ΥΠΑΙΘ αντέδρασε άμεσα, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή η εκπαιδευτική
διαδικασία.
Η ανταπόκρισή μας όμως στην κρίση δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό και την
επόμενη μέρα δεν θα πρέπει μόνο να αξιοποιήσουμε πλήρως την εμπειρία που
αποκτήθηκε στην κρίση, αλλά και να υπερβούμε αδυναμίες και παθογένειες πολλών
χρόνων και να προσπαθήσουμε να βάλουμε τη χώρα σε τροχιά για την ένταξή της στην
πρωτοπορία για την 4η βιομηχανική επανάσταση. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος.
Όμως άμεσα πρέπει να αξιοποιήσουμε πλήρως τις ΤΠΕ για να εμπλουτίσουμε την
εκπαίδευση, να εξασφαλίσουμε νέες ευκαιρίες εξατομικευμένης και διαδραστικής
μάθησης, να βελτιώσουμε τα μαθησιακά αποτελέσματα και να προωθήσουμε την
ισότητα στη μάθηση για μειονεκτούντα άτομα ή άτομα με ειδικές ανάγκες. «Για να
συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες: κατάλληλος εξοπλισμός,
υποδομές, τεχνική υποστήριξη, παιδαγωγική υποστήριξη, όραμα, ηγεσία, συστήματα
προώθησης δεξιοτήτων και δομές πολιτικής».
Ας δούμε όμως πού βρισκόμαστε, γιατί το θέμα αποτελεί παράδειγμα για το τι σημαίνει
πραγματικά «χαμένη δεκαετία». Σύμφωνα με την πρόσφατη «Έκθεση
παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2019» της ΕΕ για τη χώρα μας «το
ψηφιακό σχολείο δεν έχει γίνει ακόμη πραγματικότητα και οι ψηφιακές δεξιότητες δεν
έχουν αναπτυχθεί επαρκώς». Η έκθεση αναφέρεται σε μια από τις εμβληματικές
πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν επί υπουργίας της κ. Διαμαντοπούλου στο πλαίσιο
του Νέου Σχολείου το 2010. Η προσπάθεια είχε ανακοπεί μετά το 2012, αλλά το 2014
είχε βρει πάλι τον δρόμο της. Όμως μετά το 2015 εγκαταλείφθηκε. Σύμφωνα με τη
Έκθεση Ενημέρωσης Προόδου Κυβερνητικού Έργου (Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2018)
του Παρατηρητηρίου Ψηφιακού Εκσυγχρονισμού του Δημοσίου Τομέα του
ΔΙΚΤΥΟΥ, το πρόγραμμα του Ψηφιακού Σχολείου, που είχε εγκριθεί από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2014, καταργήθηκε και δεν υλοποιήθηκε άλλο αντίστοιχο
εκπαιδευτικό πρόγραμμα στη θέση του. Επίσης το 2015 ακυρώθηκε η αγορά
διαδραστικών πινάκων για τους μαθητές και χάθηκαν για τη χώρα πιστώσεις περίπου
250 εκατ. ευρώ».
Παρόμοια πορεία ακολούθησε και το «Πρόγραμμα πιστοποίησης μαθητών
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ικανότητες ΤΠΕ». Με πρώιμη πιλοτική διενέργεια
πιστοποίησης σε μικρό αριθμό μαθητών εντός του 2011-2012 και ευρύτερη διενέργεια
πιστοποιήσεων μαθητών γυμνασίου και λυκείου σε ικανότητες ΤΠΕ, για τα σχολικά
έτη 2012-2013 και 2013-2014, φτάσαμε το 2018 για να έχουμε την επόμενη εφαρμογή
και η φετινή υλοποίηση βρέθηκε μπροστά στην πανδημία. Εξάλλου πρόσφατα μόνο
προωθήθηκε μετά από αρκετές παλινωδίες η υπόθεση της Πιστοποίησης των
Ψηφιακών Δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών (Β΄ επίπεδο) που είχε σταματήσει για
αρκετά χρόνια.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΕ (2019) «2nd Survey of Schools: ICT in education ―
Greece Country Report», ως προς τον εξοπλισμό και τις υποδομές το ποσοστό των
σχολείων που διαθέτουν «υψηλό επίπεδο εξοπλισμού και σύνδεσης», δηλαδή laptops,
computers, κάμερες, διαδραστικούς πίνακες για συγκεκριμένο αριθμό μαθητών και
υψηλής ταχύτητας ευρυζωνική σύνδεση είναι 2% (δημοτικά), 9% (γυμνάσια) και 21%
(λύκεια) έναντι μέσου όρου ΕΕ στο 35%, 52% και 72% αντίστοιχα.
«Υψηλή ευρυζωνική ταχύτητα» (>100 mbps) παρέχεται στο 11% (δημοτικά), στο 15%
(γυμνάσια) και 19% (λύκεια) της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με
εθνικά στοιχεία. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της παραπάνω έρευνας της ΕΕ τα
ποσοστά είναι 4%, 2% και 11% αντίστοιχα έναντι μέσου όρου ΕΕ στο 11%, 17% και
18% αντίστοιχα.
Το ποσοστό των σχολείων που εφαρμόζουν «ισχυρή πολιτική και λαμβάνουν ισχυρή
στήριξη» και επομένως έχουν θεσπισμένες στρατηγικές για την χρήση των ΤΠΕ στην
διδασκαλία και τη μάθηση και ενισχύουν την ανάπτυξη των σχετικών δεξιοτήτων των
εκπαιδευτικών είναι 12% (δημοτικό), 7% (γυμνάσιο) και 5% (λύκειο) έναντι μέσου
όρου ΕΕ στο 20%, 33% και 51% αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, ακόμα και οι ψηφιακά
καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί δεν έχουν στήριξη όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά
τη χρήση των ΤΠΕ στην αίθουσα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα αυτή που διεξήχθη το σχολικό έτος 2017-18 η
χώρα μας παρουσίασε τα μικρότερο ποσοστό συμμετοχής, αφού εκλήθησαν να
συμμετάσχουν 7.850 σχολεία και υπήρξαν 19 συνεντεύξεις εκπαιδευτικών δημοτικού,
24 γυμνασίου, 13 λυκείου και 189 συνεντεύξεις μαθητών, 146 διευθυντών και 37
γονέων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για τη χώρα μας να μην υπάρχουν στοιχεία για
σημαντικούς δείκτες όπως το ποσοστό μαθητών που χρησιμοποιούν ΗΥ του σχολείου
ή δικό τους στην τάξη σε εβδομαδιαία βάση, η εμπιστοσύνη των μαθητών και των
εκπαιδευτικών στις ψηφιακές τους ικανότητες, οι δραστηριότητες προγραμματισμού
κοριτσιών και αγοριών, ο τύπος της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, η εμπιστοσύνη
των γονέων στη δυνατότητά τους να δείξουν στα παιδιά τους πώς να χρησιμοποιούν το
διαδίκτυο με ασφάλεια και υπευθυνότητα.
Η έλλειψη οράματος, σχεδιασμού και πολιτικών, αλλά και η ανικανότητα της πολιτικής
ηγεσίας από το 2015 έως το 2019 για την προώθηση της ψηφιακής διάστασης στην
εκπαίδευση έγινε έκδηλη μέσα από τις απόψεις του υπουργού κ. Μπαλτά που εκθείαζε
την κιμωλία και τον πίνακα ως «οργανική επέκταση της ενσώματης διδακτικής
σχέσης» έναντι των τεχνολογικών μέσων που την εξαϋλώνουν και την επιλογή του να
«κόψει» το έργο του ψηφιακού σχολείου. Και συνεχίστηκε επί κ. Γαβρόγλου με την
αδιαφορία του ΥΠΑΙΘ για προώθηση της συμμετοχής στις σχετικές έρευνες και για
την αξιοποίηση εργαλείων που πρότεινε και έθεσε στη διάθεση όλων των κρατών
μελών η ΕΕ. Δεν έδειξε ενδιαφέρον για το εργαλείο SELFIE που ανέπτυξε η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με έναν μεγάλο αριθμό διεθνών
εμπειρογνωμόνων. Χρησιμοποιώντας το SELFIE, τα σχολεία θα μπορούσαν να
διαγνώσουν τι λειτουργεί καλά στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, πού απαιτείται
βελτίωση και ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές τους, ώστε να ξεκινήσουν μια
συζήτηση για τη χρήση της τεχνολογίας και να αναπτύξουν ένα σχέδιο δράσης. Το
SELFIE μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει την πρόοδο και να
προσαρμόσει αυτές τις ενέργειες. Και δεν αξιοποίησε το Digital Competence
Framework for Educators «DigCompEdu» που αναπτύχθηκε για εκπαιδευτικούς σε
όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα, με στόχο: (i) να περιγράψει την ψηφιακή ικανότητα των
εκπαιδευτικών · (ii) να τους βοηθήσει να αξιολογήσουν τις δεξιότητές τους · και (iii)
να συμβάλει στον προσδιορισμό των αναγκών κατάρτισης.
Παρ’ όλα αυτά, το Ψηφιακό Σχολείο αποτέλεσε το πλαίσιο και τον κινητήριο μοχλό
για την ανάπτυξη ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού. Αναπτύχθηκαν κυρίως στις αρχές
της δεκαετίας ψηφιακές πλατφόρμες εκπαίδευσης και συγκέντρωσης υλικού. Τα
Προγράμματα Σπουδών του Νέου Σχολείου που ολοκληρώθηκαν από το 2011 αλλά
έμειναν στα συρτάρια επισήμως (εκτός Θρησκευτικών) είχαν ενσωματώσει την
ψηφιακή διάσταση σε όλα τα μαθήματα, πρακτική που μεταφέρθηκε και στα
διαδραστικά σχολικά βιβλία. Έτσι η έκθεση της κομισιόν αναφέρει ότι «τα τελευταία
χρόνια έχει αναπτυχθεί εντυπωσιακή ποσότητα ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού στην
Ελλάδα και η τεχνολογία των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ)
συμπεριλαμβάνεται στα προγράμματα σπουδών όλων των επιπέδων.» Πρόκειται για
τις πλατφόρμες και το ψηφιακό υλικό που βρέθηκε έτοιμο όταν ξέσπασε η κρίση και
έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθεί από το ΥΠΑΙΘ και τους εκπαιδευτικούς για την
υλοποίηση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Εκείνη τη στιγμή όμως φάνηκαν και οι αδυναμίες που είχαν συσσωρευτεί λόγω της
εγκατάλειψης του ψηφιακού σχολείου. Οι προσπάθειες αναβάθμισης της τελευταίας
στιγμής κατόρθωσαν να κάνουν την κατάσταση απλά υποφερτή και αν δεν
εξασφαλίζονταν η πρόσβαση σε πλατφόρμες εκτός εκπαιδευτικού συστήματος η εξ
αποστάσεως εκπαίδευση θα γινόταν ουσιαστικά μόνον μέσω email. Εννοείται ότι την
κατάσταση επιδείνωσε το γεγονός ότι οι μαθητές δεν διέθεταν επαρκείς ψηφιακές
δεξιότητες και δεν είχαν εξοικειωθεί με τη χρήση ψηφιακών μέσων και προγραμμάτων
για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Η προώθηση της ψηφιακής διάστασης απαιτεί όραμα. Η παρούσα πολιτική ηγεσία
φαίνεται ότι έχει αρχίσει να το διατυπώνει. Η κ. Κεραμέως έχει δηλώσει ότι η ψηφιακή
προσαρμογή δεν είναι μόνο μια υποχρέωση για να μείνουμε ανταγωνιστικοί, αλλά
αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιβίωσης και έχει αναφερθεί στον προγραμματισμό
σειράς παρεμβάσεων. Δεν φρόντισε όμως να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση με την
εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία. Δεν ανάδειξε τα πορίσματα των
ερευνών, δεν φώτισε τα προβλήματα που υπάρχουν, δεν φρόντισε στο εξάμηνο που
προηγήθηκε να καταδείξει ότι το θέμα αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για το
εκπαιδευτικό μας σύστημα και δεν έχει χαράξει μια συνεκτική εθνική στρατηγική για
την ψηφιακή προσαρμογή. Παράλληλα, οι φορείς όπως το ΙΕΠ ή ο ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ
παρακολουθούν αδρανείς ή αναλώνονται σε εξαγγελίες δράσεων επιμόρφωσης που δεν
εντάσσονται σε ένα συνολικότερο σχέδιο.
Δεν έχει γίνει συστηματική προσπάθεια για ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά
με τη δημόσια διαβούλευση που έχει δρομολογήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να
εξασφαλιστεί ότι το Νέο Σχέδιο Δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση
(επικαιροποίηση) αντλεί διδάγματα από την εμπειρία που αποκομίστηκε κατά την
κρίση της νόσου COVID 19 και ότι υποστηρίζει την εκπαίδευση και την κατάρτιση
μέσω του μακροπρόθεσμου ψηφιακού
μετασχηματισμού. (https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-yoursay/
initiatives/12453-Digital-Education-Action-Plan/public-consultation) Η δημόσια
διαβούλευση επιδιώκει να συγκεντρώσει τις θέσεις των πολιτών, των ιδρυμάτων και
των οργανισμών, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, που επιθυμούν να μοιραστούν
την εμπειρία τους από την πρωτοφανή αυτή κρίση, αλλά και το όραμά τους για την
ψηφιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη. Η διαβούλευση θα είναι ανοιχτή από τις 9 Ιουλίου
έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2020 και το ερωτηματολόγιο είναι διαθέσιμο σε όλες τις
επίσημες γλώσσες της ΕΕ από 9 Ιουλίου 2020. Και έχει ιδιαίτερη σημασία η ευρεία
συμμετοχή σε αυτήν και σε κάθε σχετική πρωτοβουλία, διότι συμβάλλει στην
ανάπτυξη της ετοιμότητας και στη διαμόρφωση κουλτούρας και αξιών που θα
οδηγήσουν σε επιτυχημένη ανταπόκριση του εκπαιδευτικού μας συστήματος στις
προκλήσεις της ψηφιακής διάστασης στην εκπαίδευση.
Η προοδευτική ενσωμάτωση και η αποτελεσματική χρήση ψηφιακών τεχνολογιών
απαιτεί, εκτός από την πρόσβαση σε ψηφιακά εργαλεία και υποδομές, την
κινητοποίηση εκπαιδευτικού προσωπικού και ενδιαφερομένων για την επίτευξη αυτού
του στόχου. Τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται την αποσαφήνιση της
εκπαιδευτικής πολιτικής πάνω στο θέμα. Και χρειάζονται τεχνική υποστήριξη,
παιδαγωγική υποστήριξη, ηγεσία, συστήματα προώθησης δεξιοτήτων και δομές
πολιτικής. Είναι λοιπόν αναγκαία η χάραξη συνεκτικής εθνικής στρατηγικής και η
ανάπτυξη όλων των σχετικών πολιτικών. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει πλαίσιο
αποτελεσματικής στήριξης ούτε μπορούν να λειτουργήσουν τα συστήματα προώθησης
δεξιοτήτων χωρίς κατάλληλες δομές και στελέχη που θα ηγηθούν, θα προωθήσουν με
τη δράση τους (υποστηρικτική, επιμορφωτική, εποπτική) την εκπαιδευτική πολιτική
και θα συμβάλουν στην αξιοποίηση όλων των δυνάμεων και των εργαλείων.
Οι εκπαιδευτικοί, όπως και το ΥΠΑΙΘ, έδειξαν στην κρίση θαυμαστά αντανακλαστικά.
Με το άνοιγμα των σχολείων όμως κινδυνεύει ότι κτίστηκε και κερδήθηκε αυτές τις
μέρες να χαθεί σαν «φούσκα». Διότι η πραγματικότητα είναι αυτή που περιγράφηκε
παραπάνω. Τα σπίτια των μαθητών είχαν σύνδεση, αλλά τα σχολεία δεν έχουν. Στο
σπίτι οι μαθητές είχαν συσκευές και οθόνες, αλλά η πλειονότητα των τάξεων δεν έχουν
και εδώ δεν έχει συζητηθεί η πρακτική που ακολουθείται κατά μέσο όρο από το 30%
των μαθητών γυμνασίου στην ΕΕ οι οποίοι χρησιμοποιούν τα δικά τους smartphone
για μάθηση στο σχολείο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Και το υπάρχον θεσμικό
πλαίσιο είναι απαγορευτικό για τη χρήση συσκευών στο σχολείο.
Είναι λοιπόν η στιγμή που ο καθένας μας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, αλλά το
ΥΠΑΙΘ έχει την κύρια ευθύνη και πρέπει να δώσει τον τόνο. Έχει ήδη καθυστερήσει
και πρέπει άμεσα να ανακοινώσει και να αποσαφηνίσει το όραμα, τη στρατηγική και
τις πολιτικές του για το ψηφιακό σχολείο. Τώρα πρέπει να ανακοινώσει το σχέδιό του
με λεπτομέρειες για τα βήματα που θα ακολουθηθούν, για την οργάνωση και
εξακτίνωση του έργου σε όλους τους φορείς της παιδείας και στα στελέχη, για το πώς
θα καλυφθούν οι ανάγκες σε κατάλληλο εξοπλισμό, υποδομές, τεχνική και
παιδαγωγική υποστήριξη, για το σύστημα επιμόρφωσης και τα συστήματα προώθησης
δεξιοτήτων. Αυτό θα δημιουργήσει την απαιτούμενη δυναμική για να πάμε με επιτυχία
στην επόμενη μέρα. Σε λίγο θα είναι πολύ αργά!

 

Πηγές:
– Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019). Education and training monitor 2019.
https://ec.europa.eu/education/resources-and-tools/document-library/education-andtraining-
monitor-eu-analysis-volume-1-2019_el
– Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019). Education and training monitor 2018. Country analysis
(Παρακολούθηση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2018. Ανάλυση χώρας).
https://ec.europa.eu/education/sites/education/files/document-library-docs/et-monitorreport-
2019-greece_el.pdf
– Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019). 2nd Survey of Schools: ICT in education ― Greece
Country Report (2η έρευνα για τα σχολεία: οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση – Έκθεση χώρας
για την Ελλάδα). https://publications.europa.eu/en/publication-detail/-
/publication/26a9ef6b-46d5-11e9-a8ed-01aa75ed71a1/language-en/format-
PDF/source-95761944
– Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020). Διαβούλευση ΕΕ για Ψηφιακή οικονομία και κοινωνία,
Εκπαίδευση και κατάρτιση. https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-yoursay/
initiatives/12453-Digital-Education-Action-Plan/public-consultation

Γιάννης Κατσαρός,
Δάσκαλος